- κατακλυσμός
- déluge
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κατακλυσμός — flood masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… … Dictionary of Greek
κατακλυσμός — ο 1. κατακάλυψη της επιφάνειας της γης από τα νερά: Διαβάζει για τον κατακλυσμό του Νώε. 2. ραγδαία βροχή με πλημμύρες: Είχε έναν τέτοιο κατακλυσμό που δεν μπορούσαμε να ξεμυτίσουμε από το σπίτι μας. 3. αφθονία: Το υπουργείο δέχτηκε κατακλυσμό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατακλυσμοῖο — κατακλυσμός flood masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμοῖς — κατακλυσμός flood masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμοί — κατακλυσμός flood masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμοῦ — κατακλυσμός flood masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμούς — κατακλυσμός flood masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμῶν — κατακλυσμός flood masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμῷ — κατακλυσμός flood masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακλυσμόν — κατακλυσμός flood masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)